- ελεφαντοκομία
- ἐλεφαντοκομία, η (Α)εκτροφή ελεφάντων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεφαντοκομία — ἐλεφαντοκομίᾱ , ἐλεφαντοκομία care of elephants fem nom/voc/acc dual ἐλεφαντοκομίᾱ , ἐλεφαντοκομία care of elephants fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)